ξεσκαρτάρισμα

ξεσκαρτάρισμα
kullanımdan çıkarma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκαρτάρισμα — το [ξεσκαρτάρω] αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. απαλλαγή ενός συνόλου από τα περιττά ή άχρηστα πράγματα, το ξεδιάλεγμα, η διαλογή …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • σκαρτάρισμα — το, Ν [σκαρτάρω] 1. (στη γλώσσα τών χαρτοπαικτών) αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή αντικατάσταση από άλλα, ξακαθάρισμα, ξεσκαρτάρισμα 2. αφαίρεση ή πέταγμα άχρηστων ή περιττών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”